- κραμβίδιον
- κραμβίδιον, τὸ (Α)ραπανάκι («κραμβίδιον ἑφθὸν χαρίεν ἀστεῑον πάνυ», Αντιφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραμβίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek